Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σποδοκράμβη
σποδονιτροποιός
σποδόομαι
σποδόρχης
σποδός
σποδώδης
σπολά
σπολάς
σπολεῖσα
σπολεύς
σπόλια
σπόλος
σπόμενος
σπονδαγωγός
σπονδάριον
σπονδαρχέω
σπονδαρχία
σπόνδαρχος
σπονδαυλέω
σπονδαύλης
σπονδειάζω
View word page
σπόλια
σπόλια·
τὰ παρατιλλόμενα ἐρίδια ἀπὸ τῶν σκελῶντῶν προβάτων
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σπόλια
Headword (normalized):
σπόλια
Headword (normalized/stripped):
σπολια
IDX:
96016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96017
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπόλια·</span> <span class="foreign greek">τὰ παρατιλλόμενα ἐρίδια ἀπὸ τῶν σκελῶντῶν προβάτων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}