Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σπόδιος
σποδίτης
σποδιώδης
σποδοειδής
σποδοκράμβη
σποδονιτροποιός
σποδόομαι
σποδόρχης
σποδός
σποδώδης
σπολά
σπολάς
σπολεῖσα
σπολεύς
σπόλια
σπόλος
σπόμενος
σπονδαγωγός
σπονδάριον
σπονδαρχέω
σπονδαρχία
View word page
σπολά
σπολά, , Aeol. for στολή, Sapph. 55 (dub.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπολά
Headword (normalized):
σπολά
Headword (normalized/stripped):
σπολα
IDX:
96012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96013
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπολά</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Aeol. for <span class="foreign greek">στολή</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sapph.</span> 55 </span> (dub.).</div><br><br>'}