Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σπογγίτης
σπογγοδετέω
σπογγοειδής
σπογγοθήρας
σπογγοθηρική
σπογγοκολυμβητής
σπόγγος
σπογγοτήρας
σπογγοτόμος
σπογγώδης
σπόδειος
σποδεύνης
σποδέω
σποδησιλαύρα
σποδιά
σποδιαῖος
σποδιακός
σποδιάς
σποδίζω
σπόδιον
σπόδιος
View word page
σπόδειος
σπόδειος,
A). v. σπόδιος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπόδειος
Headword (normalized):
σπόδειος
Headword (normalized/stripped):
σποδειος
IDX:
95992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95993
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπόδειος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σπόδιος</span> .</div> </div><br><br>'}