Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σπινθηροβολέω
σπινθηροειδής
σπινθίον
σπίνθραξ
σπινίδον
σπίνος
σπινός
σπιοέλης
σπῖρα
σπλαγχνεύω
σπλαγχνίδιον
σπλαγχνίζω
σπλαγχνικός
σπλαγχνίς
σπλαγχνισμός
σπλάγχνον
σπλαγχνόπτης
σπλαγχνοσκοπία
σπλαγχνοτόμος
σπλαγχνοφάγος
σπλαχρός
View word page
σπλαγχνίδιον
σπλαγχν-ίδιον, τό, Dim. of σπλάγχνον, in pl., Diph. 14 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπλαγχνίδιον
Headword (normalized):
σπλαγχνίδιον
Headword (normalized/stripped):
σπλαγχνιδιον
IDX:
95949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95950
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπλαγχν-ίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">σπλάγχνον</span>, in pl., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0447.tlg001:14" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0447.tlg001:14/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Diph.</span> 14 </a>.</div><br><br>'}