Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντεκφύομαι
ἀντελαττόομαι
ἀντελαύνω
ἀντελιγμός
ἀντελλογέω
ἀντελλογισμός
ἀντέλλογος
ἀντελπίζω
ἀντεμβαίνω
ἀντεμβάλλω
ἀντέμβασις
ἀντεμβιβάζω
ἀντεμβοάω
ἀντεμβοή
ἀντεμβολή
ἀντεμβριάζειν
ἀντεμβροχή
ἀντεμμάσασθαι
ἀντεμπαίζω
ἀντεμπείρω
ἀντεμπήγνυμαι
View word page
ἀντέμβασις
ἀντέμ-βᾰσις, v. sub ἀντεμβαίνω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀντέμβασις
Headword (normalized):
ἀντέμβασις
Headword (normalized/stripped):
αντεμβασις
IDX:
9594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9595
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντέμ-βᾰσις</span>, v. sub <span class="foreign greek">ἀντεμβαίνω.</span> </div><br><br>'}