Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σπιλάϲ
σπίλη
σπίλος
σπίλος
σπιλόω
σπιλώδης
σπίλωμα
σπιλωτός
σπίνα
σπίνδαλος
σπινδεῖρα
σπινθαρίς
σπινθεύω
σπινθήρ
σπινθηρίζω
σπινθηροβολέω
σπινθηροειδής
σπινθίον
σπίνθραξ
σπινίδον
σπίνος
View word page
σπινδεῖρα
σπινδεῖρα· ἄροτρον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπινδεῖρα
Headword (normalized):
σπινδεῖρα
Headword (normalized/stripped):
σπινδειρα
IDX:
95934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95935
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπινδεῖρα·</span> <span class="foreign greek">ἄροτρον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}