Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σπιζίας
σπιζίτης
σπίζω1
σπίζω2
σπιθαμή
σπιθαμιαῖος
σπιθίαι
σπικᾶτα
σπίλα
σπιλαδώδης
σπίλαξ
σπιλάς
σπιλάς
σπιλάϲ
σπίλη
σπίλος
σπίλος
σπιλόω
σπιλώδης
σπίλωμα
σπιλωτός
View word page
σπίλαξ
σπίλαξ· μῶλος ὁ πλατανώδης, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπίλαξ
Headword (normalized):
σπίλαξ
Headword (normalized/stripped):
σπιλαξ
IDX:
95921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95922
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπίλαξ·</span> <span class="foreign greek">μῶλος ὁ πλατανώδης</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}