Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντεκτίθημι
ἀντεκτίνω
ἀντέκτισις
ἀντέκτιστος
ἀντεκτρέφω
ἀντεκτρέχω
ἀντεκφέρω
ἀντεκφύομαι
ἀντελαττόομαι
ἀντελαύνω
ἀντελιγμός
ἀντελλογέω
ἀντελλογισμός
ἀντέλλογος
ἀντελπίζω
ἀντεμβαίνω
ἀντεμβάλλω
ἀντέμβασις
ἀντεμβιβάζω
ἀντεμβοάω
ἀντεμβοή
View word page
ἀντελιγμός
ἀντελιγμός, , Ion. for ἀνθελ- (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀντελιγμός
Headword (normalized):
ἀντελιγμός
Headword (normalized/stripped):
αντελιγμος
IDX:
9587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9588
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντελιγμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἀνθελ-</span> (q.v.).</div><br><br>'}