Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σπερματώδης
σπερμάτωσις
σπερμεῖον
σπερμεῖος
Σπέρμιος
σπερμοβολέω
σπερμοβόλημα
σπερμοβολία
σπερμοβόλος
σπερμογονέω
σπερμογόνος
σπερμολογέω
σπερμολογία
σπερμολογικός
σπερμολόγος
σπερμονόμος
σπερμόομαι
σπερμοτοκέω
σπερμοφάγος
σπερμοφορέω
σπερμοφόρος
View word page
σπερμογόνος
σπερμο-γόνος, ον,
A). bearing seed, Sch. Lyc. 352 .


ShortDef

bearing seed

Debugging

Headword:
σπερμογόνος
Headword (normalized):
σπερμογόνος
Headword (normalized/stripped):
σπερμογονος
IDX:
95873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95874
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπερμο-γόνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bearing seed</span>, Sch.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 352 </span>.</div> </div><br><br>'}