σπεῖρον
σπεῖρον, τό,
A). piece of cloth, (only in ), εἴλυμα σπείρων a wrapping cloth, 6.179 ; σπεῖρα κακά sorry wraps, of a beggar, 4.245 ; αἴ κεν ἄτερ σπείρου κεῖται without a cerecloth or shroud, 2.102 , cf. 19.147 , 24.137 ; σπεῖρον καὶ ἐπίκριον sail and sailyard, 5.318 ; πείσματα καὶ σπεῖρα [where the ult. is long in arsi] 6.269 ( v.l. σπείρας ):—later, garment, νυμφιδίου σπείροιο καλύπτρη ; cf. 107 σπειρίον.