Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σπειραντικός
σπειράομαι
σπειράρχης
σπείρασις
σπειραχθής
σπειρηδόν
σπείρημα
σπειρικός
σπειρίον
σπειρίτης
σπειροδρακοντόζωνος
σπειροειδής
σπειροκέφαλον
σπεῖρον
σπειρόπωλις
σπεῖρος
σπειροῦχος
σπειροφόρος
σπειροφύλαξ
σπειρόω
σπείρω
View word page
σπειροδρακοντόζωνος
σπειρο-δρᾰκοντόζωνος
,
ον
,
A).
girt with coils of snakes, An.Ox.
3.182
.
ShortDef
girt with coils of snakes
Debugging
Headword:
σπειροδρακοντόζωνος
Headword (normalized):
σπειροδρακοντόζωνος
Headword (normalized/stripped):
σπειροδρακοντοζωνος
IDX:
95819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95820
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπειρο-δρᾰκοντόζωνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">girt with coils of snakes, An.Ox.</span> <span class="bibl"> 3.182 </span>.</div> </div><br><br>'}