σπείραμα
σπείρ-ᾱμα, Ion. σπείρ-ημα, ατος, τό,
A). coil, convolution, ἐχίδνης Ch. 248 ; ὄφεων Mir. 843a32 , cf. , 3.36 , etc.; 2.972f ς. περισφυρίοιο δράκοντος, of a serpent-shaped ornament, AP 6.207 ( ): metaph., αἰῶνος σπειρήματα periods, cycles, . 3.186
3). twisted thread, and s.v. μήρυμα .
4). rolled bandage, , 18(1).788 809 , al.