Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σπατάγγης
σπαταγγίζω
σπαταλάω
σπατάλη
σπατάλημα
σπατάλιον
σπαταλοκίναιδος
σπάταλος
σπαταλώδης
σπάτειος
σπατίακτον
σπατίζω
σπατίλη
σπατίλουρος
σπατολειαστής
σπάτος
σπαύλαθρον
σπαύονθες
σπάω
σπεῖμα
σπεῖρα
View word page
σπατίακτον
σπατίακτον·
διεσπασμένον, καὶ εὔχροον
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σπατίακτον
Headword (normalized):
σπατίακτον
Headword (normalized/stripped):
σπατιακτον
IDX:
95796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95797
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπατίακτον·</span> <span class="foreign greek">διεσπασμένον, καὶ εὔχροον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}