Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σπαρτότονος
σπαρτοφόρος
σπάσις
σπάσμα
σπασματώδης
σπασμός
σπασμώδης
σπαστέος
σπαστικός
σπατάγγης
σπαταγγίζω
σπαταλάω
σπατάλη
σπατάλημα
σπατάλιον
σπαταλοκίναιδος
σπάταλος
σπαταλώδης
σπάτειος
σπατίακτον
σπατίζω
View word page
σπαταγγίζω
σπαταγγίζω,= ταράσσω, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπαταγγίζω
Headword (normalized):
σπαταγγίζω
Headword (normalized/stripped):
σπαταγγιζω
IDX:
95787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95788
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπαταγγίζω</span>,= <span class="foreign greek">ταράσσω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}