Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σπαργανίζω
σπαργάνιον
σπαργανιώτης
σπάργανον
σπαργανόω
σπαργάνωμα
σπαργάνωσις
σπαργανωτέος
σπαργάω
σπαργέω
σπαργή
σπάργησις
σπάργω
σπάργωσις
σπαρίζω
σπάρνιοι
σπαρνός
σπάρος
σπαρταγενής
Σπαρτάκειος
σπαρτέον
View word page
σπαργή
σπαργ-ή, in pl. σπαργαί· ὀργαί, ὁρμαί, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπαργή
Headword (normalized):
σπαργή
Headword (normalized/stripped):
σπαργη
IDX:
95751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95752
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπαργ-ή</span>, in pl. <span class="foreign greek">σπαργαί· ὀργαί, ὁρμαί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}