Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σπανός
Σπανός
σπανοσιτία
σπανότεκνος
σπανοφιλία
σπανόφυλλος
σπάνυδρος
σπαπιρώτας
σπαραβάραι
σπάραγμα
σπαραγματώδης
σπαραγμός
σπαραγμώδης
σπαρακτέον
σπαρακτόν
σπάραξις
σπαράσσω
σπαργανάω
σπαργανίζω
σπαργάνιον
σπαργανιώτης
View word page
σπαραγματώδης
σπαραγ-μᾰτώδης
,
ες
,
A).
convulsive
,
Plu.
2.130d
.
ShortDef
convulsive
Debugging
Headword:
σπαραγματώδης
Headword (normalized):
σπαραγματώδης
Headword (normalized/stripped):
σπαραγματωδης
IDX:
95733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95734
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπαραγ-μᾰτώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">convulsive</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.130d </span>.</div> </div><br><br>'}