Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σπανοκαρπία
σπανοπώγων
σπανός
Σπανός
σπανοσιτία
σπανότεκνος
σπανοφιλία
σπανόφυλλος
σπάνυδρος
σπαπιρώτας
σπαραβάραι
σπάραγμα
σπαραγματώδης
σπαραγμός
σπαραγμώδης
σπαρακτέον
σπαρακτόν
σπάραξις
σπαράσσω
σπαργανάω
σπαργανίζω
View word page
σπαραβάραι
σπαραβάραι· οἱ γερ<ρ>, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπαραβάραι
Headword (normalized):
σπαραβάραι
Headword (normalized/stripped):
σπαραβαραι
IDX:
95731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95732
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπαραβάραι·</span> <span class="foreign greek">οἱ γερ&lt;ρ&gt;</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}