Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σπανιστός
σπανοκαρπία
σπανοπώγων
σπανός
Σπανός
σπανοσιτία
σπανότεκνος
σπανοφιλία
σπανόφυλλος
σπάνυδρος
σπαπιρώτας
σπαραβάραι
σπάραγμα
σπαραγματώδης
σπαραγμός
σπαραγμώδης
σπαρακτέον
σπαρακτόν
σπάραξις
σπαράσσω
σπαργανάω
View word page
σπαπιρώτας
σπαπιρώτας, dub.sens. in GDI 1267.24 (Pamphylian word).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπαπιρώτας
Headword (normalized):
σπαπιρώτας
Headword (normalized/stripped):
σπαπιρωτας
IDX:
95730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95731
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπαπιρώτας</span>, dub.sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">GDI</span> 1267.24 </span> (Pamphylian word).</div><br><br>'}