Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σπανάδελφος
σπάνακα
σπανανθρωπέω
σπανία
σπανιάκις
σπανίζω
σπάνιος
σπανιόσπερμος
σπανιότης
σπάνις
σπανισιτία
σπανιστικός
σπανιστός
σπανοκαρπία
σπανοπώγων
σπανός
Σπανός
σπανοσιτία
σπανότεκνος
σπανοφιλία
σπανόφυλλος
View word page
σπανισιτία
σπαν-ισιτία,
A). v. σπανοσιτία .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπανισιτία
Headword (normalized):
σπανισιτία
Headword (normalized/stripped):
σπανισιτια
IDX:
95718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95719
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπαν-ισιτία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σπανοσιτία</span> .</div> </div><br><br>'}