Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σπαλύσσομαι
σπαναδελφέω
σπαναδελφία
σπανάδελφος
σπάνακα
σπανανθρωπέω
σπανία
σπανιάκις
σπανίζω
σπάνιος
σπανιόσπερμος
σπανιότης
σπάνις
σπανισιτία
σπανιστικός
σπανιστός
σπανοκαρπία
σπανοπώγων
σπανός
Σπανός
σπανοσιτία
View word page
σπανιόσπερμος
σπᾰνιό-σπερμος, ον,
A). gloss on σπανότεκνος , Sch. Paul.Al. O. 4 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπανιόσπερμος
Headword (normalized):
σπανιόσπερμος
Headword (normalized/stripped):
σπανιοσπερμος
IDX:
95715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95716
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπᾰνιό-σπερμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">σπανότεκνος</span> , Sch.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Al.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">O.</span> 4 </span>.</div> </div><br><br>'}