σπάλαξ
σπάλαξ [σπᾰ],, also ἀσπάλαξ (q.v.),
A). blind-rat, Spalax typhlus, de An. 425a11 , Le. 11.30 ; masc.in NA 11.37 :— also written σφάλαξ, . 7.24.11
II). ἵππων εἶδος οἱ ς. (perh. mole-coloured), : cf. σπαλακός.