Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σοφιστικός
σοφιστορήτωρ
σοφίστρια
Σοφοκλέης
σοφόνοος
σοφός
σοφοτέχνης
σοφόω
σοωδίνη
σοωναύτης
σπάδακες
σπαδίζω
σπαδικοφόρος
σπάδιξ
σπάδιον
σπαδοειδής
σπαδονίζω
σπαδόνισμα
σπαδονισμός
σπάδος
σπάδων1
View word page
σπάδακες
σπάδακες· κύνες, Hsch.; cf. σπάκα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπάδακες
Headword (normalized):
σπάδακες
Headword (normalized/stripped):
σπαδακες
IDX:
95659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95660
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπάδακες·</span> <span class="foreign greek">κύνες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">σπάκα</span>.</div><br><br>'}