Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σμῦρος
σμυρτή
σμύχω
σμώγη
σμώγω
σμωδικός
σμῶδιξ
σμώνη
σμώχω
σοβαρεύομαι
σοβαρητικός
σοβαροβλέφαρος
σοβαρός
σοβάς
σοβέω
σόβη
σόβησις
σόβητρον
Σόβος
σόγκος
σογκώδης
View word page
σοβαρητικός
σοβᾰρ-ητικός, , όν,= σοβαρός, σφοδρός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σοβαρητικός
Headword (normalized):
σοβαρητικός
Headword (normalized/stripped):
σοβαρητικος
IDX:
95556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95557
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σοβᾰρ-ητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>,= <span class="foreign greek">σοβαρός, σφοδρός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}