Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σμύρνινος
σμύρνιον
σμύρνισις
σμυρνόμελαν
σμυρνομελάνιον
σμυρνοφόρος
σμυρνόω
σμῦρος
σμυρτή
σμύχω
σμώγη
σμώγω
σμωδικός
σμῶδιξ
σμώνη
σμώχω
σοβαρεύομαι
σοβαρητικός
σοβαροβλέφαρος
σοβαρός
σοβάς
View word page
σμώγη
σμώγη· ῥανίς, τὸ τυχόν, Hsch.: also,= βούγλωσσον, Amerias, ib.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σμώγη
Headword (normalized):
σμώγη
Headword (normalized/stripped):
σμωγη
IDX:
95549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95550
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σμώγη·</span> <span class="foreign greek">ῥανίς, τὸ τυχόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>: also,= <span class="foreign greek">βούγλωσσον</span>, Amerias, ib.</div><br><br>'}