Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σμυρνιάζω
σμυρνίζω
σμύρνινος
σμύρνιον
σμύρνισις
σμυρνόμελαν
σμυρνομελάνιον
σμυρνοφόρος
σμυρνόω
σμῦρος
σμυρτή
σμύχω
σμώγη
σμώγω
σμωδικός
σμῶδιξ
σμώνη
σμώχω
σοβαρεύομαι
σοβαρητικός
σοβαροβλέφαρος
View word page
σμυρτή
σμυρτή· σμυρτός, Hsch. σμυστία· ἡ πρόπολις, Lysicrates ap. Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σμυρτή
Headword (normalized):
σμυρτή
Headword (normalized/stripped):
σμυρτη
IDX:
95547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95548
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σμυρτή·</span> <span class="foreign greek">σμυρτός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">σμυστία·</span> <span class="foreign greek">ἡ πρόπολις</span>, Lysicrates ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}