Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σμήρισμα
σμήχη
σμήχω
σμίκρασπις
σμικρίζω
σμικρο
σμικρός
σμικρύνω
σμιλα
σμιλάκινος
σμιλακτεῖ
σμῖλαξ
σμιλάριον
σμιλεία
σμίλευμα
σμιλευτός
σμίλη
σμιλιγλύφος
σμίλινος
σμιλίον
σμιλιωτός
View word page
σμιλακτεῖ
σμιλακτεῖ· φωνὴν ἀποτελεῖ, Hsch.; cf. σμηλακεῖ.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σμιλακτεῖ
Headword (normalized):
σμιλακτεῖ
Headword (normalized/stripped):
σμιλακτει
IDX:
95502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95503
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σμιλακτεῖ·</span> <span class="foreign greek">φωνὴν ἀποτελεῖ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">σμηλακεῖ</span>.</div><br><br>'}