Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σμηρεύς
σμῆριγξ
σμηρίζω
σμήρινθος
σμήρισμα
σμήχη
σμήχω
σμίκρασπις
σμικρίζω
σμικρο
σμικρός
σμικρύνω
σμιλα
σμιλάκινος
σμιλακτεῖ
σμῖλαξ
σμιλάριον
σμιλεία
σμίλευμα
σμιλευτός
σμίλη
View word page
σμικρός
σμῑκρός, σμῑκρότης, σμῑκρόφθαλμος,
A). v. μικρ- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σμικρός
Headword (normalized):
σμικρός
Headword (normalized/stripped):
σμικρος
IDX:
95498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95499
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σμῑκρός</span>, <span class="orth greek">σμῑκρότης</span>, <span class="orth greek">σμῑκρόφθαλμος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μικρ-</span> .</div> </div><br><br>'}