Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σμηνουργός
σμῆξις
σμηρέα
σμηρεύς
σμῆριγξ
σμηρίζω
σμήρινθος
σμήρισμα
σμήχη
σμήχω
σμίκρασπις
σμικρίζω
σμικρο
σμικρός
σμικρύνω
σμιλα
σμιλάκινος
σμιλακτεῖ
σμῖλαξ
σμιλάριον
σμιλεία
View word page
σμίκρασπις
σμίκρ-ασπις,
A). v. μίκρασπις .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σμίκρασπις
Headword (normalized):
σμίκρασπις
Headword (normalized/stripped):
σμικρασπις
IDX:
95495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95496
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σμίκρ-ασπις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μίκρασπις</span> .</div> </div><br><br>'}