Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σμηνουργέω
σμηνουργία
σμηνουργός
σμῆξις
σμηρέα
σμηρεύς
σμῆριγξ
σμηρίζω
σμήρινθος
σμήρισμα
σμήχη
σμήχω
σμίκρασπις
σμικρίζω
σμικρο
σμικρός
σμικρύνω
σμιλα
σμιλάκινος
σμιλακτεῖ
σμῖλαξ
View word page
σμήχη
σμήχη
,
ἡ
,=
σεύτλιον
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σμήχη
Headword (normalized):
σμήχη
Headword (normalized/stripped):
σμηχη
IDX:
95493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95494
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σμήχη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">σεύτλιον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}