Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σμῆμα
σμηματοδοκίς
σμηματοδόχος
σμηματοθήκη
σμηματοφορεῖον
σμήνη
σμηνηδόν
σμηνίον
σμηνιών
σμηνοδόκος
σμηνοκόμος
σμῆνος
σμηνουργέω
σμηνουργία
σμηνουργός
σμῆξις
σμηρέα
σμηρεύς
σμῆριγξ
σμηρίζω
σμήρινθος
View word page
σμηνοκόμος
σμηνο-κόμος, ,(κομέω)
A). bee-keeper, Hsch.


ShortDef

bee-keeper

Debugging

Headword:
σμηνοκόμος
Headword (normalized):
σμηνοκόμος
Headword (normalized/stripped):
σμηνοκομος
IDX:
95481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95482
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σμηνο-κόμος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,(<span class="etym greek">κομέω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bee-keeper</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}