Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σμηγματοπώλης
σμηγματώδης
σμήκτης
σμηκτικός
σμηκτός
σμηκτρίς
σμῆλαι
σμῆμα
σμηματοδοκίς
σμηματοδόχος
σμηματοθήκη
σμηματοφορεῖον
σμήνη
σμηνηδόν
σμηνίον
σμηνιών
σμηνοδόκος
σμηνοκόμος
σμῆνος
σμηνουργέω
σμηνουργία
View word page
σμηματοθήκη
σμημᾰτο-θήκη, ,= σμηματοδοκίς, Id.
A). s.v. ῥύμμα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σμηματοθήκη
Headword (normalized):
σμηματοθήκη
Headword (normalized/stripped):
σμηματοθηκη
IDX:
95474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95475
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σμημᾰτο-θήκη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">σμηματοδοκίς</span>, Id.<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">ῥύμμα</span> .</div> </div><br><br>'}