Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σμῆγμα
σμηγματοπώλης
σμηγματώδης
σμήκτης
σμηκτικός
σμηκτός
σμηκτρίς
σμῆλαι
σμῆμα
σμηματοδοκίς
σμηματοδόχος
σμηματοθήκη
σμηματοφορεῖον
σμήνη
σμηνηδόν
σμηνίον
σμηνιών
σμηνοδόκος
σμηνοκόμος
σμῆνος
σμηνουργέω
View word page
σμηματοδόχος
σμημᾰτο-δόχος, ον,
A). for holding unguents, perh. to be read for σαματοδόχος in Id. s.v. λιτρίς .


ShortDef

for holding unguents

Debugging

Headword:
σμηματοδόχος
Headword (normalized):
σμηματοδόχος
Headword (normalized/stripped):
σμηματοδοχος
IDX:
95473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95474
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σμημᾰτο-δόχος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">for holding unguents</span>, perh. to be read for <span class="foreign greek">σαματοδόχος</span> in Id. s.v. <span class="ref greek">λιτρίς</span> .</div> </div><br><br>'}