Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σμερδαλέος
σμερδνός
σμέρδ[ν]ος
σμῆγμα
σμηγματοπώλης
σμηγματώδης
σμήκτης
σμηκτικός
σμηκτός
σμηκτρίς
σμῆλαι
σμῆμα
σμηματοδοκίς
σμηματοδόχος
σμηματοθήκη
σμηματοφορεῖον
σμήνη
σμηνηδόν
σμηνίον
σμηνιών
σμηνοδόκος
View word page
σμῆλαι
σμῆλαι· ῥίψαι, Hsch. (fort. ἐνιῆλαι). σμηλακεῖ· φωνεῖ, Id.; cf. σμιλακτεῖ. σμηλίον,
A). v. σμιλίον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σμῆλαι
Headword (normalized):
σμῆλαι
Headword (normalized/stripped):
σμηλαι
IDX:
95470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95471
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σμῆλαι·</span> <span class="foreign greek">ῥίψαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">ἐνιῆλαι</span>). <span class="orth greek">σμηλακεῖ·</span> <span class="foreign greek">φωνεῖ</span>, Id.; cf. <span class="foreign greek">σμιλακτεῖ</span>. <span class="orth greek">σμηλίον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σμιλίον</span> .</div> </div><br><br>'}