Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σμαρκόν
σμάω
σμερδαλέος
σμερδνός
σμέρδ[ν]ος
σμῆγμα
σμηγματοπώλης
σμηγματώδης
σμήκτης
σμηκτικός
σμηκτός
σμηκτρίς
σμῆλαι
σμῆμα
σμηματοδοκίς
σμηματοδόχος
σμηματοθήκη
σμηματοφορεῖον
σμήνη
σμηνηδόν
σμηνίον
View word page
σμηκτός
σμηκ-τός, , όν,
A). smeared, κεράμια POxy. 1735.3 (iv A.D.).


ShortDef

smeared

Debugging

Headword:
σμηκτός
Headword (normalized):
σμηκτός
Headword (normalized/stripped):
σμηκτος
IDX:
95468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95469
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σμηκ-τός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">smeared</span>, <span class="quote greek">κεράμια</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1735.3 </span> (iv A.D.).</div> </div><br><br>'}