Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σμαράσσω
σμάρδικον
σμαρίλη
σμαρίς
σμαρκόν
σμάω
σμερδαλέος
σμερδνός
σμέρδ[ν]ος
σμῆγμα
σμηγματοπώλης
σμηγματώδης
σμήκτης
σμηκτικός
σμηκτός
σμηκτρίς
σμῆλαι
σμῆμα
σμηματοδοκίς
σμηματοδόχος
σμηματοθήκη
View word page
σμηγματοπώλης
σμηγμ-ᾰτοπώλης, ου, ,
A). one who sells soap and the like, Gloss.


ShortDef

one who sells soap and the like

Debugging

Headword:
σμηγματοπώλης
Headword (normalized):
σμηγματοπώλης
Headword (normalized/stripped):
σμηγματοπωλης
IDX:
95464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95465
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σμηγμ-ᾰτοπώλης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who sells soap and the like,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}