Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντεγείρω
ἀντεγκαλέω
ἀντέγκειμαι
ἀντέγκλημα
ἀντεγκληματικός
ἀντεγχειρίζω
ἀντεγχέω
ἀντεικάζω
ἀντειλέω
ἀντεῖν
ἀντείνω
ἀντεῖπον
ἀντείρομαι
ἀντεισάγω
ἀντεισαγωγή
ἀντεισακτέον
ἀντεισβάλλω
ἀντεισδύνω
ἀντείσειμι
ἀντεισενεκτέον
ἀντεισέρχομαι
View word page
ἀντείνω
ἀντείνω, poet. for ἀνατείνω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀντείνω
Headword (normalized):
ἀντείνω
Headword (normalized/stripped):
αντεινω
IDX:
9545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9546
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντείνω</span>, poet. for <span class="foreign greek">ἀνατείνω.</span> </div><br><br>'}