Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σμαραγδίτης
σμάραγδος
σμαραγδοχαίτας
σμαραγδώδης
σμαραγέω
σμαραγή
σμαραγίζω
σμάραγνα
Σμάραγος
σμαράσσω
σμάρδικον
σμαρίλη
σμαρίς
σμαρκόν
σμάω
σμερδαλέος
σμερδνός
σμέρδ[ν]ος
σμῆγμα
σμηγματοπώλης
σμηγματώδης
View word page
σμάρδικον
σμάρδικον· στρουθίον, and σμαρδικοπῶλαι· οἱ τοὺς στρουθοὺς πωλοῦντες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σμάρδικον
Headword (normalized):
σμάρδικον
Headword (normalized/stripped):
σμαρδικον
IDX:
95455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95456
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σμάρδικον·</span> <span class="foreign greek">στρουθίον</span>, and <span class="orth greek">σμαρδικοπῶλαι·</span> <span class="foreign greek">οἱ τοὺς στρουθοὺς πωλοῦντες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}