σμαραγέω
σμᾰρᾰγ-έω,
A). crash, ὅτ’ ἀπ’ οὐρανόθεν σμαραγήσῃ, of Zeus (= thunder), ; 21.199 σμαραγεῖ πόντος 2.210 ; ς. λειμών resounds with the screaming of cranes, ib. 463 ; of the battle of the Titans, Th. 679 ; of the bowels, Mul. 2.154 ; of Ares, ὑψόθε δ’ ἐσμαράγησε Del. 136 . (Onomatop., cf. σφαραγέω.)