Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκωρίδιον
σκωριοειδής
σκωριοποιία
σκωρνυφία
σκωρσελεινα
σκώψ
σκῶψις
σλιφομαχος
σμαλερός
σμάλλεος
σμᾶμα
σμαράγδειος
σμαραγδίζω
σμαράγδινος
σμαράγδιον
σμαραγδίτης
σμάραγδος
σμαραγδοχαίτας
σμαραγδώδης
σμαραγέω
σμαραγή
View word page
σμᾶμα
σμᾶμα,
A). v. σμῆμα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σμᾶμα
Headword (normalized):
σμᾶμα
Headword (normalized/stripped):
σμαμα
IDX:
95440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95441
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σμᾶμα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σμῆμα</span> .</div> </div><br><br>'}