Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκωριάζω
σκωρίδιον
σκωριοειδής
σκωριοποιία
σκωρνυφία
σκωρσελεινα
σκώψ
σκῶψις
σλιφομαχος
σμαλερός
σμάλλεος
σμᾶμα
σμαράγδειος
σμαραγδίζω
σμαράγδινος
σμαράγδιον
σμαραγδίτης
σμάραγδος
σμαραγδοχαίτας
σμαραγδώδης
σμαραγέω
View word page
σμάλλεος
σμάλλεος, α, ον , κολόβια σμάλλεα perh.
A). woollen shirts, dub. in POxy. 921.6 (iii A.D.).


ShortDef

woollen

Debugging

Headword:
σμάλλεος
Headword (normalized):
σμάλλεος
Headword (normalized/stripped):
σμαλλεος
IDX:
95439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95440
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σμάλλεος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span> <span class="foreign greek">, κολόβια σμάλλεα</span> perh. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">woollen</span> shirts, dub. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 921.6 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}