Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκώπτρια
σκώπτω
σκῶρ
σκωραμίς
σκωρία
σκωριάζω
σκωρίδιον
σκωριοειδής
σκωριοποιία
σκωρνυφία
σκωρσελεινα
σκώψ
σκῶψις
σλιφομαχος
σμαλερός
σμάλλεος
σμᾶμα
σμαράγδειος
σμαραγδίζω
σμαράγδινος
σμαράγδιον
View word page
σκωρσελεινα
σκωρσελεινα, , dub. in POxy. 936.16 (iii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκωρσελεινα
Headword (normalized):
σκωρσελεινα
Headword (normalized/stripped):
σκωρσελεινα
IDX:
95434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95435
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκωρσελεινα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, dub. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 936.16 </span> (iii A.D.).</div><br><br>'}