Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκωπτιλλιο
σκωπτόλης
σκωπτολόγος
σκώπτρια
σκώπτω
σκῶρ
σκωραμίς
σκωρία
σκωριάζω
σκωρίδιον
σκωριοειδής
σκωριοποιία
σκωρνυφία
σκωρσελεινα
σκώψ
σκῶψις
σλιφομαχος
σμαλερός
σμάλλεος
σμᾶμα
σμαράγδειος
View word page
σκωριοειδής
σκωριο-ειδής, ές,
A). like dross, Dsc. 5.85 .


ShortDef

like dross

Debugging

Headword:
σκωριοειδής
Headword (normalized):
σκωριοειδής
Headword (normalized/stripped):
σκωριοειδης
IDX:
95431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95432
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκωριο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">like dross</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 5.85 </span>.</div> </div><br><br>'}