Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκωμμάτιον
σκωπαῖος
σκωπαλέος
σκώπευμα
σκωπίας
σκωπτηλός
σκώπτης
σκωπτικός
σκωπτιλλιο
σκωπτόλης
σκωπτολόγος
σκώπτρια
σκώπτω
σκῶρ
σκωραμίς
σκωρία
σκωριάζω
σκωρίδιον
σκωριοειδής
σκωριοποιία
σκωρνυφία
View word page
σκωπτολόγος
σκωπτολόγος, ον,= σκωπτικός, Sch. Ar. Ach. 854 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκωπτολόγος
Headword (normalized):
σκωπτολόγος
Headword (normalized/stripped):
σκωπτολογος
IDX:
95423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95424
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκωπτολόγος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= <span class="foreign greek">σκωπτικός</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg001.perseus-grc1:854" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg001.perseus-grc1:854/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ach.</span> 854 </a>.</div><br><br>'}