Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκωλύπτομαι
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπαῖος
σκωπαλέος
σκώπευμα
σκωπίας
σκωπτηλός
σκώπτης
σκωπτικός
σκωπτιλλιο
σκωπτόλης
σκωπτολόγος
σκώπτρια
σκώπτω
σκῶρ
σκωραμίς
σκωρία
σκωριάζω
σκωρίδιον
σκωριοειδής
View word page
σκωπτιλλιο
σκωπτιλλιο [, dub. in Cerc. 9.2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκωπτιλλιο
Headword (normalized):
σκωπτιλλιο
Headword (normalized/stripped):
σκωπτιλλιο
IDX:
95421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95422
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκωπτιλλιο</span> [, dub. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1250.tlg001:9:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1250.tlg001:9.2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cerc.</span> 9.2 </a>.</div><br><br>'}