Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκῶλον
σκῶλος
σκῶλος
σκωλύπτομαι
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπαῖος
σκωπαλέος
σκώπευμα
σκωπίας
σκωπτηλός
σκώπτης
σκωπτικός
σκωπτιλλιο
σκωπτόλης
σκωπτολόγος
σκώπτρια
σκώπτω
σκῶρ
σκωραμίς
σκωρία
View word page
σκωπτηλός
σκωπ-τηλός, όν,= σκωπτικός, Zonar.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκωπτηλός
Headword (normalized):
σκωπτηλός
Headword (normalized/stripped):
σκωπτηλος
IDX:
95418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95419
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκωπ-τηλός</span>, <span class="itype greek">όν</span>,= <span class="foreign greek">σκωπτικός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zonar.</span> </span> </div><br><br>'}