Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκωληκόβορος
σκωληκόβρωτος
σκωληκοειδής
σκωληκόομαι
σκωληκοτοκέω
σκωληκοτόκος
σκωληκοφάγος
σκωληκώδης
σκωλήκωσις
σκώληξ
σκωλοβάτης
σκωλοβατίζω
σκῶλον
σκῶλος
σκῶλος
σκωλύπτομαι
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπαῖος
σκωπαλέος
σκώπευμα
View word page
σκωλοβάτης
σκωλο-βάτης [ᾰ],,
A). weevil, Hsch.


ShortDef

weevil

Debugging

Headword:
σκωλοβάτης
Headword (normalized):
σκωλοβάτης
Headword (normalized/stripped):
σκωλοβατης
IDX:
95406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95407
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκωλο-βάτης</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">weevil</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}