Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκυτοφάγος
σκυτόω
σκυτώδης
σκύφειος
σκυφίον
σκυφοειδής
σκυφοκώνακτος
σκύφος
σκύφωμα
σκῶ
σκωληκίασις
σκωληκιάω
σκωληκίζω
σκωλήκιον
σκωληκίτης
σκωληκόβορος
σκωληκόβρωτος
σκωληκοειδής
σκωληκόομαι
σκωληκοτοκέω
σκωληκοτόκος
View word page
σκωληκίασις
σκωληκ-ίᾱσις, εως, ,= σκωλήκωσις, Sm., Thd. Jb. 17.14 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκωληκίασις
Headword (normalized):
σκωληκίασις
Headword (normalized/stripped):
σκωληκιασις
IDX:
95391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95392
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκωληκ-ίᾱσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">σκωλήκωσις</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Jb.</span> 17.14 </span>.</div><br><br>'}