Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκυτοτραγέω
σκυτοφάγος
σκυτόω
σκυτώδης
σκύφειος
σκυφίον
σκυφοειδής
σκυφοκώνακτος
σκύφος
σκύφωμα
σκῶ
σκωληκίασις
σκωληκιάω
σκωληκίζω
σκωλήκιον
σκωληκίτης
σκωληκόβορος
σκωληκόβρωτος
σκωληκοειδής
σκωληκόομαι
σκωληκοτοκέω
View word page
σκῶ
σκῶ· πεδίσκη, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκῶ
Headword (normalized):
σκῶ
Headword (normalized/stripped):
σκω
IDX:
95390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95391
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκῶ·</span> <span class="foreign greek">πεδίσκη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}