Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκυτικός
σκύτινος
σκυτίον
σκυτίς
σκυτοβραχίων
σκυτοβυρσεύς
σκυτοδεψέω
σκυτοδέψης
σκυτοδεψικός
σκυτοκόλεος
σκύτον
σκυτοπ[ωλε
σκυτοπώλης
σκυτορράφος
σκῦτος
σκυτοτομεῖον
σκυτοτομέω
σκυτοτομία
σκυτοτομικός
σκυτότομος
σκυτοτραγέω
View word page
σκύτον
σκύτον, τό,
A). v. σκύτη .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκύτον
Headword (normalized):
σκύτον
Headword (normalized/stripped):
σκυτον
IDX:
95370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95371
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκύτον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σκύτη</span> .</div> </div><br><br>'}