Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκυτεία
σκυτεῖον
σκυτεύς
σκύτευσις
σκυτεύτρια
σκυτεύω
σκύτη
σκυτίζω
σκυτικός
σκύτινος
σκυτίον
σκυτίς
σκυτοβραχίων
σκυτοβυρσεύς
σκυτοδεψέω
σκυτοδέψης
σκυτοδεψικός
σκυτοκόλεος
σκύτον
σκυτοπ[ωλε
σκυτοπώλης
View word page
σκυτίον
σκῡτ-ίον, τό,
A). v. σκύτινος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκυτίον
Headword (normalized):
σκυτίον
Headword (normalized/stripped):
σκυτιον
IDX:
95362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95363
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκῡτ-ίον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σκύτινος</span> .</div> </div><br><br>'}